Φιλοσοφική Σχολή
Ο Νίκος Κούνδουρος, που έφυγε την Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου, σε ηλικία 90 ετών, υπήρξε μία από τις σημαντικότερες μορφές στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου τόσο για το καλλιτεχνικό του έργο όσο και για την πληθωρική προσωπικότητά του. Γόνος αστικής οικογένειας της Κρήτης, πνεύμα ελεύθερο και επαναστατικό, ανέπτυξε από νωρίς έντονη πολιτική δράση. Σπούδασε γλυπτική στην ΑΣΚΤ και από τις πρώτες του ταινίες το εικαστικό στοιχείο αποκτά κεντρικό ρόλο στο έργο του. Παρά τις διθυραμβικές κριτικές των ταινιών του στο εξωτερικό, η εγχώρια κριτική κινηματογράφου τον πολέμησε, αρχικά κατηγορώντας τον ότι αποκαλύπτει μία όψη της Ελλάδας «διόλου αποδεκτή». Ωστόσο γρήγορα έγινε κοινά αποδεκτό ότι η «Μαγική πόλη» (1954) και ο «Δράκος» (1956) ανανέωσαν την ελληνική κινηματογραφία, ενσωματώνοντας στοιχεία του ιταλικού νεορεαλισμού και του γαλλικού ποιητικού ρεαλισμού. Ο Κούνδουρος, μαζί με τους Κακογιάννη και Κανελλόπουλο, προετοίμασε το έδαφος για τον ερχομό του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου (ΝΕΚ) και τις ταινίες των Αγγελόπουλου, Δαμιανού, Βούλγαρη κ.ά. Το έργο του χαρακτηρίζεται από μία έντονη εικαστική ματιά ενώ αντλεί τα θέματά του από την ιστορία και τη συλλογική μνήμη. Το ερωτικό και το πολιτικό στοιχείο έχουν παίξει καθοριστικό στοιχείο στις ταινίες του και το σκηνοθετικό του ταμπεραμέντο δημιούργησε ‘σχολή’ που δύσκολα όμως βρήκε μιμητές εξαιτίας της πρωτοτυπίας της προσωπικής του γραφής. Το έργο του είχε διεθνή απήχηση και αντιπροσώπευσε πολλές φορές την Ελλάδα σε μεγάλα φεστιβάλ όπως το Φεστιβάλ Βενετίας και Βερολίνου. Η σκηνογραφική του δουλειά είναι εξίσου σημαντική με τη σκηνοθετική και έχει λάβει πολλές διακρίσεις. Από τις δώδεκα ταινίες που γύρισε στη διάρκεια της ζωής του αναφέρονται ενδεικτικά ο «Δράκος» (1956), οι «Μικρές Αφροδίτες» (1963), το «1922» (1978), ο «Μπάυρον», και η «Μπαλάντα για έναν Δαίμονα» (1998).